χελλων

χελλων
    χελλών
    v. l. χελών -ῶνος ὅ рыба губан (предполож. морской попугай - Scaro cretensis) Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "χελλων" в других словарях:

  • χελλών — και χελμών και χειλών και χελών, ώνος, ὁ, Α είδος ψαριού με μακρύ ρύγχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, ο τ. χελλών έχει σχηματιστεί από το θ. χελ τού χεῖλος*, με εκφραστικό διπλασιασμό τού λ και κατάλ. ών, ῶνος (πρβλ. μυ ών). Ο τ.… …   Dictionary of Greek

  • χειλών — ῶνος, ὁ, Α βλ. χελλών …   Dictionary of Greek

  • χελλαρίης — ὁ, Α το ψάρι ονίσκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χελλ τού χελλών «είδος ψαριού» + κατάλ. αρίᾱς (< κατάλ. αρος + ίας*), πιθ. κατά τα καλλ αρίας, καρχαρίας] …   Dictionary of Greek

  • χελμών — ῶνος, ὁ, Α βλ. χελλών …   Dictionary of Greek

  • χελών — ῶνος, ὁ, Α βλ. χελλών …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»